..............Βγάζει με χιούμορ τα νυχάκια της και γρατζουνίζει ότι την ενοχλεί στην Εύβοια και όχι μόνο !


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Η γιαγιά μου η Κασσιανή προστάτης των ερωτευμένων

Λόγω του Αγίου Βαλεντίνου.... που έρχεται μετά την σημερινή Κυριακή του Μνημονίου !!!
Κανείς δεν θα μας εμποδίσει να χαμογελάσουμε κυριακάτικα ......
Και μην ξεχνάτε σήμερα το απόγευμα στις 5 όλοι έξω από τη Βουλή να πούμε ΟΧΙ στο νέο Μνημόνιο !!!


Η γιαγιά μου η Κασσιανή είχε ένα ξάδερφο το θείο Αριστοτέλη, που πολύ τον αγαπούσε. Αυτός ήτανε παντρεμένος με τη θεία Μαρίκα και είχανε 3 παιδιά της παντρειάς που έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε γιατί τα παιδιά του θείου Αριστοτέλη ήτανε "της παντρειάς" ενώ εμείς δεν ήμασταν και πολύ στεναχωριόμαστε με τον αδελφό μου.
Η γιαγιά μου η Κασσιανή όλο τραπέζωνε το θείο Αριστοτέλη και τη θεία Μαρίκα και τις Κυριακές που ερχόντουσαν αυτοί εμείς καθόμαστε παναγίες φανερωμένες που έλεγε η θεία Μαρίκα και πολύ μας καμάρωνε και μας έφερνε γλυφιτζούρια κανέλλα που δεν μας αρέσανε και τα πετάγαμε στο σκουπιδοντενεκέ αμέσως αλλά της λέγαμε ευχαριστώ και της δίναμε και φιλί στο μάγουλο. 
Εκείνη την Κυριακή που ήρθε πάλι ο θείος Αριστοτέλης με τη θεία Μαρίκα γίνανε κάτι περίεργα πράματα. Η θεία Μαρίκα δεν μας έφερε γλυφιτζούρια και πολύ χαρήκαμε που γλυτώσαμε το φιλί στο μάγουλο και ο θείος Αριστοτέλης μια κοιτούσε το ρολόι του, μια ξερόβηχε, μια κοίταγε τα παπούτσια του που ήτανε πολύ μεγάλα, μια έβαζε κι έβγαζε το μαντήλι στη τσέπη του και ήτανε σα δαρμένος σκύλος και λέγαμε με τον αδελφό μου δεν είναι στα καλά του ο θείος σα βλαμμένο κάνει σήμερα.

Η θεία Μαρίκα φαίνεται θα είχε τσακωθεί με το θείο Αριστοτέλη γιατί ήρθε στην κουζίνα να βοηθήσει τη γιαγιά μου την Κασσιανή και της έλεγε "ακούς εκεί ο ξεμωραμένος θέλει φιληνάδα ο έκφυλος" και ήτανε πολύ θυμωμένη κι έσπασε κι ένα ποτήρι καταλάθος από τα νεύρα της. Τότε η γιαγιά μου η Κασσιανή της είπε "μην κάνεις έτσι Μαρίκα μου θα του περάσει, άντρας είναι, ίδιοι είναι όλοι τους κακοχρόνο νάχουνε, αλλά και τι να κάνεις, να χαλάσεις το σπίτι σου με κόρη της παντρειάς" και μετά έλεγε η θεία Μαρίκα "θα του βγάλω τα μάτια" και η γιαγιά μου η Κασσιανή " θα του τα ψάλλω κι εγώ Μαρίκα μου, σώπα, εμένα μ' ακούει ". 
Ολο λέγανε, λέγανε και μετά αρχίσανε να ξεφωνίζουνε οι δυο μαζί "πω πω ξεχάσαμε το φαί στο φούρνο και άρπαξε" και τρέχανε σα βλαμμένες γύρω γύρω γιατί φαίνεται πιο σοβαρό πράμα ήτανε το φαί από το θείο Αριστοτέλη για τις καλές νοικοκυρές. Εκείνη την ημέρα φάγαμε αρπαγμένο φαί και ήτανε αρπαγμένοι ο θείος Αριστοτέλης με τη θεία Μαρίκα που δεν του μιλούσε καθόλου και μετά αρπαχτήκαμε ο αδελφός μου κι εγώ για κάτι βόλους πολύ ωραίους που τους είχαμε μισούς μισούς.
Μετά το φαϊ κάτι περίεργα νοήματα έκανε η γιαγιά μου η Κασσιανή στον πατέρα μου και τότε αυτός πήρε τη μάνα μου και τη θεία Μαρίκα να πάνε για καφέ στου Απέργη στην Κηφισσιά που πήγαινε όλος ο καλός κόσμος και εμείς τσιρίζαμε να μην πάμε μαζί και να μείνουμε σπίτι να παίξουμε, αλλά λέγαμε ψέμματα γιατί είχαμε πάθει μια αρρώστια που τη λέγανε εφηβεία και είχαμε γίνει πολύ περίεργοι και θέλαμε ν' ακούσουμε τι θα πούνε η γιαγιά μου η Κασσιανή με το θείο Αριστοτέλη που καθήσανε σπίτι.
Τόσο συγχισμένη ήτανε η γιαγιά μου η Κασσιανή που ξέχασε την πόρτα του σαλονιού ανοιχτή και τ' ακούγαμε όλα που λέγανε. 

"Βρε Αριστοτέλη τι πράγματα είν΄αυτά στην ηλικία σου, δεν ντρέπεσαι με παιδιά της παντρειάς, ξεμωράθηκες τελείως, έκφυλος έγινες εσύ που ήσουνα το καμάρι όλων μας" έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή στο θείο Αριστοτέλη που δεν μίλαγε καθόλου.
"Δεν είναι πράγματα αυτά, ντροπή, τούτο μόνο σου λέω, ντροπή" συνέχιζε η γιαγιά μου η Κασσιανή τον εξάψαλμο και ο θείος Αριστοτέλης δε μίλαγε καθόλου και βάλαμε στοίχημα με τον αδελφό μου ότι είχε πεθάνει αφού δεν μίλαγε με τόση γκρίνια που του έκανε η γιαγιά μου η Κασσιανή γιατί εμείς όλο της αντιμιλούσαμε όταν μας μάλωνε.
"Τι να πεις, βέβαια δεν μιλάς καθόλου, έχεις μούτρα να μου απαντήσεις" συνέχιζε η γιαγιά μου το τροπάριο στο θείο Αριστοτέλη που ή δεν την άκουγε ή μάλλον είχε πεθάνει όπως λέγαμε με τον αδελφό μου.
"Το καλό που σου θέλω καϋμένε μου, ότι έγινε έγινε, θα κόψεις μαχαίρι τις τρέλλες και θα κοιτάς το σπίτι σου, να μη ρεζιλευτούμε χειρότερα, που άμα το μάθουνε βρε παραπέρα δεν θα έχουμε μούτρα να κυκλοφορήσουμε στην κοινωνία, τσ... τσ... τσ..." έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή και φώναξε "ακούς βρε που σου μιλάω τέρμα αυτή η ιστορία ". Και μετά του πέταξε βροντερά σαν τον Ιωάννη Μεταξά που είπε το βροντερό ΟΧΙ στους Ιταλούς όπως λέγαμε στο σχολείο " Οχι βρε, το σκέφτεσαι να σας πιάσουνε καμμιά μέρα με τα βρακιά στα χέρια τι ρεζιλίκι Χριστέ μου, κόλπος θα μου' ρθει". Δεν θυμάμαι να μας είπανε στο σχολείο αν ο Ιωάννης Μεταξάς είχε πει στους Ιταλούς τίποτα για βρακιά στα χέρια πάντως η γιαγιά μου η Κασσιανή το είπε πολύ βροντερά στο θείο Αριστοτέλη γιατί φαίνεται ότι τα βρακιά στα χέρια θα είναι κακό πράμα.

"Εγώ ξαδέρφη, αυτή τη γυναίκα την αγαπάω..." είπε σιγά ο θείος Αριστοτέλης, τόσο σιγά που τρομάξαμε να τον ακούσουμε αλλά η γιαγιά μου η Κασσιανή τον άκουσε πολύ καλά και περίεργο πράγμα γι' αυτή που δεν έβαζε γλώσσα μέσα της μουγκάθηκε τελείως κι εμείς φοβηθήκαμε μην είχε πάθει πάλι κανένα εγκεφαλικό όπως την προηγούμενη Κυριακή που είχε έρθει ο κύριος Νομάρχης και τον είχε κουτουλίσει ο αδερφός μου κατά λάθος. 
Πολύ ώρα δεν μίλαγε ούτε ο θείος Αριστοτέλης ούτε η γιαγιά μου η Κασσιανή και λέγαμε με τον αδελφό μου σίγουρα θα έχουνε πεθάνει και οι δύο μαζί αλλά φοβόμαστε να πάμε να κοιτάξουμε στο σαλόνι και θέλαμε να τηλεφωνήσουμε στον αδερφό της γιαγιάς μου το δήμαρχο να έρθει γιατί αυτόν έπαιρνε πάντα ο πατέρας μου όταν υπήρχε κανένα σοβαρό ζήτημα στο σπίτι. 
"Αχ βρε κακομοίρη μου.." είπε ξαφνικά μέσα στη σιωπή η γιαγιά μου η Κασσιανή πολύ σιγά "αγάπησες βρε μαύρε μου σ΄αυτή την ηλικία;"

"Ναι ξαδέρφη" είπε μόνο ο θείος Αριστοτέλης και πάλι δε μίλησε κανείς και ακούγαμε μόνο τη γιαγιά μου την Κασσιανή να ρουφάει τη μύτη της που έτσι έκανε μόνο όταν διάβαζε ένα βιβλίο που είχε στο κομοδίνο της και το λέγανε "Καρδία υπό πέτρα", τελείως ακαταλαβίστικο, αλλά αυτή έκλαιγε όταν το διάβαζε.
Τότε καταλάβαμε με τον αδελφό μου ότι ο θείος Αριστοτέλης που ήτανε μεγάλος και είχε παιδιά της παντρειάς με τη θεία Μαρίκα, αγαπούσε μιά άλλη κυρία που δεν ήταν η θεία Μαρίκα και αυτό ήτανε κακό πράγμα αλλά όμως ο θείος Αριστοτέλης είχε γίνει σαν κι εμάς που αγαπούσαμε τη συμμαθήτριά μας τη Λιλίκα και δεν της το λέγαμε σε όλο το δημοτικό αλλά μόνο την τσιμπούσαμε και της τραβάγαμε τα μαλλιά κι αυτή ξεφώνιζε "α να χαθείτε παλιόπαιδα" και μας κλώτσαγε αλλά δεν το έλεγε ποτέ στη δασκάλα μας.
"Τι να πω, τι να πω" έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή  "η καρδία ου διατάσσεται Αριστοτέλη, ο έρωτας είναι έρωτας" και πάλι σωπάσανε πολύ ώρα και εμείς τρέξαμε προς το σαλόνι να δούμε από την πόρτα τι γινόταν γιατί είχαμε κι αυτή την αρρώστια την εφηβεία και πολύ περίεργοι είμαστε για τον έρωτα γενικώς.

Τότε είδαμε τον θείο Αριστοτέλη στην πολυθρόνα να σκουπίζει τα μάτια του με το μαντήλι του και τη γιαγιά μου την Κασσιανή όρθια δίπλα του να του χαϊδεύει τα μαλλιά, όπως έκανε όταν είχαμε πυρετό και ερχότανε στο κρεββάτι μας να μας πει παραμύθια και καταλάβαμε ότι αυτός ο έρωτας του θείου Αριστοτέλη που έκλαιγε θα ήτανε σαν τον πονόκοιλο που μας έπιανε εμάς όταν τρώγαμε πολλά κεράσια και κλαίγαμε αλλά ποτέ δεν βάζαμε μυαλό και όταν βρίσκαμε κεράσια πέφταμε με τα μούτρα. 
Και εκείνη την περίφημη Κυριακή, που τη λέγαμε συνθηματικά με τον αδελφό μου "η Κυριακή του θείου Αριστοτέλη" καταλάβαμε ότι η γιαγιά μας η Κασσιανή αγαπούσε πλέον πιο πολύ τον θείο Αριστοτέλη αφού είχε γίνει μικρός και έκλαιγε για μια κυρία που δεν ξέραμε αλλά ποτέ ξανά δεν μιλήσανε γι' αυτήν και για τον έρωτα του θείου Αριστοτέλη τουλάχιστον μπροστά μας.
Κι από τότε ο θείος Αριστοτέλης και η θεία Μαρίκα ερχόντουσαν στο σπίτι μας όπως παλιά αλλά εμείς θέλαμε να έρθει μια Κυριακή ο θείος Αριστοτέλης μόνος του με την άλλη κυρία που αγαπούσε και που ίσως τη λέγανε Λιλίκα.

Και τώρα, τόσα χρόνια μετά τις ροζ και χρυσαφί Κυριακές της γιαγιάς μου της Κασσιανής, ξέρουμε πια ότι ο έρωτας του θείου Αριστοτέλη ήτανε ένας από τα εκατομμύρια έρωτες σε όλο τον κόσμο που σε κάνουνε να κλαις και να χτυπιέσαι και να μην ξέρεις αν είσαι παιδί ή μεγάλος και να θέλεις να φας παγωτό στο καταχείμωνο και να πέσεις στη θάλασσα όταν χιονίζει και ν' ανέβεις στη ρόδα του Λούνα παρκ και δε σε νοιάζει καθόλου που γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου.


Οταν βέβαια είναι αληθινός έρωτας και όχι "αρπαχτή της πλάκας" όπως συνηθίζουν κάποιοι. 













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου